τσιμινιέρα

τσιμινιέρα
η
(λ. ιταλ.)
1. η καπνοδόχος των πλοίων, καμινάδα, φουγάρο.
2. κάθε καπνοδόχος (σπιτιού, εργοστασίου κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσιμινιέρα — και τζιμινιέρα, η, Ν καπνοδόχος εργοστασίου ή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciminiera «καπνοδόχος» < λατ. caminus < κάμινος] …   Dictionary of Greek

  • τσιμιά — και τσιμινιά, η, Ν τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμινιέρα, κατά το γωνιά «τζάκι»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • φουγάρο — το (λ. ιταλ.) 1. καπνοδόχος και μάλιστα πλοίου ή εργοστασίου, καμινάδα, τσιμινιέρα. 2. μτφ., μανιώδης καπνιστής: Είναι φουγάρο· καπνίζει τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”